- εὐκαίρους
- εὔκαιροςwell-timedmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύκαιρος — η, ο (ΑΜ εὔκαιρος, ον) 1. αυτός που γίνεται στον κατάλληλο χρόνο, στην κατάλληλη περίσταση, στην ώρα του («εὐκαίρων ὑδάτων... γινομένων», Θεόφρ.) 2. (για χώρους, οικήματα, δοχεία κ.λπ.) κενός, άδειος, ο έρημος νεοελλ. αυτός που δεν έχει… … Dictionary of Greek
οχυροποιώ — ὀχυροποιῶ, έω (Α) (συν. το μέσ.) ὀχυροποιοῡμαι, έομαι στερεώνω, ασφαλίζω, οχυρώνω («ὀχυροποιησάμενοι τοὺς εὐκαιρους τῶν τόπων ἐν διαστάσει», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀχυρός + ποιῶ] … Dictionary of Greek